Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπληρώνομαι
-
πληγώνομαι
-
πληρώνουν
-
ολοκληρώνομαι
-
πλακώνομαι
-
πληρώνουμε
-
πληρώνω
-
πλένομαι
-
πληρώ
-
λερώνομαι
-
ακυρώνομαι
-
πληρώσω
-
χώνομαι
-
φανερώνομαι
)
Συνώνυμα
αποζημιώνομαι
εξοφλούμαι
πληροφορώμαι
3
Αντώνυμα
χρωστώ
οφείλω
2
Ορισμός
Να δέχομαι πληρωμή για υπηρεσίες ή εργασία που έχω προσφέρει.
Να γεμίζω ή να ικανοποιούμαι πνευματικά ή συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Πληρώνομαι κάθε τέλος του μήνα για τη δουλειά μου.
Πληρώνομαι με την ικανοποίηση που μου δίνει η βοήθεια στους άλλους.
2