Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλησιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πλησιάζουμε
-
πλησιάσω
-
ξαναπλησιάζω
)
Συνώνυμα
προσεγγίζω
έρχομαι κοντά
κοντεύω
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
φεύγω
αποχωρώ
3
Ορισμός
Να κινείται προς κάτι ή κάποιον, να έρχεται κοντά σε κάτι ή κάποιον.
Να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από κάτι ή κάποιον.
Να πλησιάζει χρονικά ένα γεγονός ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο καιρός πλησιάζει το καλοκαίρι.
Πλησίασε το τραπέζι για να πάρει το βιβλίο.
Η ημερομηνία της συνάντησης πλησιάζει γρήγορα.
3