1. Λέξη
    πλησιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: πλησιάζουμε - πλησιάσω - ξαναπλησιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • προσεγγίζω
    • έρχομαι κοντά
    • κοντεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινείται προς κάτι ή κάποιον, να έρχεται κοντά σε κάτι ή κάποιον.
    • Να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από κάτι ή κάποιον.
    • Να πλησιάζει χρονικά ένα γεγονός ή μια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός πλησιάζει το καλοκαίρι.
    • Πλησίασε το τραπέζι για να πάρει το βιβλίο.
    • Η ημερομηνία της συνάντησης πλησιάζει γρήγορα.
    3