1. Λέξη
    πλησιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: πλησιάζω - πλησιάζουμε - πιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • προσεγγίζω
    • έρχομαι κοντά
    2
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • φεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Να κινηθώ προς μια κατεύθυνση ώστε να βρεθώ κοντά σε κάποιον ή κάτι.
    • Να φτάσω σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα πλησιάσω το σπίτι σου απόψε.
    • Όταν πλησιάσω τα τριάντα, θέλω να έχω ολοκληρώσει τις σπουδές μου.
    2