Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλησιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πλησιάζω
-
πλησιάζουμε
-
πιάσω
)
Συνώνυμα
προσεγγίζω
έρχομαι κοντά
2
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
φεύγω
2
Ορισμός
Να κινηθώ προς μια κατεύθυνση ώστε να βρεθώ κοντά σε κάποιον ή κάτι.
Να φτάσω σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Θα πλησιάσω το σπίτι σου απόψε.
Όταν πλησιάσω τα τριάντα, θέλω να έχω ολοκληρώσει τις σπουδές μου.
2