1. Λέξη
    πλοκάμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • σχοινί
    • σπάγγος
    • κορδόνι
    3
  3. Αντώνυμα
    • άδετο
    • χαλαρό
    2
  4. Ορισμός
    • Μακρύ και λεπτό αντικείμενο, συνήθως από ίνες ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για δέσιμο ή στήριξη.
    • Στο ναυτικό, το σχοινί που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη στερέωση πλοίων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλοκάμι του πλοίου ήταν πολύ δυνατό και άντεχε τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
    • Χρειάστηκε να αντικαταστήσουμε το παλιό πλοκάμι με ένα νέο για ασφάλεια.
    2