Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλοκάμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλοκή
)
Συνώνυμα
σχοινί
σπάγγος
κορδόνι
3
Αντώνυμα
άδετο
χαλαρό
2
Ορισμός
Μακρύ και λεπτό αντικείμενο, συνήθως από ίνες ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για δέσιμο ή στήριξη.
Στο ναυτικό, το σχοινί που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη στερέωση πλοίων.
2
Παραδείγματα
Το πλοκάμι του πλοίου ήταν πολύ δυνατό και άντεχε τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Χρειάστηκε να αντικαταστήσουμε το παλιό πλοκάμι με ένα νέο για ασφάλεια.
2