1. Λέξη
    πλοκή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπλοκή - πλοκάμι - επιπλοκή - συμπλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • εμπλοκή
    • περιπλοκή
    • διάσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλότητα
    • ευκολία
    2
  4. Ορισμός
    • Η πολυπλοκότητα ή η δυσκολία σε μια κατάσταση ή ιστορία.
    • Η ανατροπή ή η απρόσμενη εξέλιξη σε μια αφήγηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πλοκή της ταινίας ήταν τόσο περίπλοκη που πολλοί δεν κατάλαβαν το τέλος.
    • Η πλοκή του μυθιστορήματος περιλάμβανε πολλές ανατροπές.
    2