1. Λέξη
    πλύνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεπλύνω - λύνω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεπλένω
    • καθαρίζω
    • πλένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • βρομίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Καθαρίζω κάτι με νερό και συνήθως σαπούνι ή άλλο καθαριστικό.
    • Αφαιρώ τις βρωμιές ή τις λεκέδες από ρούχα, πιάτα κ.λπ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να πλύνω τα ρούχα πριν φορέσω το καινούργιο μου φόρεμα.
    • Η μαμά πλένει τα πιάτα μετά το δείπνο.
    2