Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλύση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλεύση
-
πλύσιμο
-
λύση
)
Συνώνυμα
πλύσιμο
καθάρισμα
2
Αντώνυμα
βρόμικος
μολυσμένος
2
Ορισμός
Η διαδικασία καθαρισμού κάποιου αντικειμένου ή υλικού με τη χρήση νερού και συνήθως απορρυπαντικού.
Η ενέργεια του πλένω.
2
Παραδείγματα
Η πλύση των ρούχων γίνεται στο πλυντήριο.
Μετά την πλύση του αυτοκινήτου, έλαμπε σαν καινούριο.
2