Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλύση
-
ξύσιμο
-
πέσιμο
)
Συνώνυμα
πλύση
ξέπλυμα
καθάρισμα
3
Αντώνυμα
λεκιάσμα
μολύνση
ρύπανση
3
Ορισμός
Η διαδικασία καθαρισμού ενός αντικειμένου ή υφάσματος με τη χρήση νερού και συνήθως απορρυπαντικού.
Η ενέργεια του να πλένεις κάτι ή κάποιον.
2
Παραδείγματα
Το πλύσιμο των ρούχων πρέπει να γίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία για να μη ζαρώσουν.
Μετά το πλύσιμο του αυτοκινήτου, έλαμψε σαν καινούριο.
2