Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνίγω (ρήμα) - (παρόμοια:
πνίγομαι
)
Συνώνυμα
αποπνίγω
στραγγαλίζω
πνίγω
σφίγγω
4
Αντώνυμα
ανακουφίζω
απελευθερώνω
αναπνέω
3
Ορισμός
Αφαιρώ την ικανότητα κάποιου να αναπνέει, συνήθως με αποτέλεσμα τον θάνατο.
Προκαλώ δυσκολία στην αναπνοή.
Μεταφορικά, προκαλώ μεγάλη αγωνία ή δυσφορία.
3
Παραδείγματα
Ο δολοφόνος προσπάθησε να πνίξει το θύμα του.
Η ασθένεια τον πνίγει και δεν μπορεί να αναπνεύσει κανονικά.
Η αγωνία πνίγει την ψυχή του.
3