1. Λέξη
    πνίγω (ρήμα) - (παρόμοια: πνίγομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αποπνίγω
    • στραγγαλίζω
    • πνίγω
    • σφίγγω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • απελευθερώνω
    • αναπνέω
    3
  4. Ορισμός
    • Αφαιρώ την ικανότητα κάποιου να αναπνέει, συνήθως με αποτέλεσμα τον θάνατο.
    • Προκαλώ δυσκολία στην αναπνοή.
    • Μεταφορικά, προκαλώ μεγάλη αγωνία ή δυσφορία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δολοφόνος προσπάθησε να πνίξει το θύμα του.
    • Η ασθένεια τον πνίγει και δεν μπορεί να αναπνεύσει κανονικά.
    • Η αγωνία πνίγει την ψυχή του.
    3