1. Λέξη
    πνίγομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καίγομαι - πνίγω - παράγομαι - ανοίγομαι - κλαίγομαι - πετάγομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ασφυκτιώ
    • πνίγω
    • αποπνίγομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναπνέω
    • ανακτώ την αναπνοή μου
    2
  4. Ορισμός
    • Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω ή χάνω την ικανότητα να αναπνέω λόγω έλλειψης αέρα ή άλλου εμποδίου.
    • Βιώνω μια έντονη αίσθηση καταστολής ή απελπισίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ένα παιδί πνίγηκε στο ποτάμι επειδή δεν ήξερε να κολυμπάει.
    • Μερικές φορές νιώθω ότι πνίγομαι από τις υποχρεώσεις και το άγχος της καθημερινότητας.
    2