Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνευματώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
πνευματικός
)
Συνώνυμα
ενθουσιώδης
ζωηρός
ζωτικός
3
Αντώνυμα
βαρετός
άψυχος
νωνυχτός
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από ζωηρότητα και ενθουσιασμό.
Που εκφράζει ή προκαλεί πνευματική ζωντάνια.
2
Παραδείγματα
Ο πνευματώδης λόγος του καθηγητή κράτησε ζωηρό το ενδιαφέρον των μαθητών.
Η πνευματώδης ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης έκανε όλους να νιώθουν ευχάριστα.
2