1. Λέξη
    πνευματώδης (επίθετο) - (παρόμοια: πνευματικός)
  2. Συνώνυμα
    • ενθουσιώδης
    • ζωηρός
    • ζωτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • άψυχος
    • νωνυχτός
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από ζωηρότητα και ενθουσιασμό.
    • Που εκφράζει ή προκαλεί πνευματική ζωντάνια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πνευματώδης λόγος του καθηγητή κράτησε ζωηρό το ενδιαφέρον των μαθητών.
    • Η πνευματώδης ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης έκανε όλους να νιώθουν ευχάριστα.
    2