Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνευματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πνευμονικός
-
τραυματικός
-
πνευματώδης
-
πραγματικός
-
πειραματικός
-
σωματικός
-
θεματικός
-
προβληματικός
-
στοματικός
-
χρηματικός
-
δραματικός
-
κλιματικός
-
αρωματικός
-
σχηματικός
-
πειρατικός
-
θεαματικός
)
Συνώνυμα
θρησκευτικός
ψυχικός
εσωτερικός
3
Αντώνυμα
σωματικός
υλικός
εξωτερικός
3
Ορισμός
Σχετικός με το πνεύμα ή την ψυχή, σε αντίθεση με το σωματικό ή το υλικό.
Ανήκων ή σχετικός με τη θρησκεία ή τα θρησκευτικά ζητήματα.
Που εκφράζει ή αναφέρεται σε υψηλές ηθικές ή πνευματικές αξίες.
3
Παραδείγματα
Η πνευματική ανάπτυξη είναι σημαντική για την εσωτερική γαλήνη.
Ο πνευματικός του κόσμος ήταν γεμάτος εικαστικές αναζητήσεις.
Η πνευματική υποστήριξη από την οικογένεια ήταν καθοριστική για την ανάκαμψή της.
3