Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνευμόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πνευμονία
)
Συνώνυμα
πνεύμονας
πνευμονικό ιστό
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ο οργανισμός της αναπνοής στα σπονδυλωτά, που είναι υπεύθυνος για την ανταλλαγή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα με το αίμα.
Σε ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, ο πνεύμονας είναι ένα ζευγός σπογγωδών οργάνων που βρίσκονται στο θώρακα.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός εξέτασε τα πνευμόνια του ασθενούς και διαπίστωσε πνευμονία.
Τα πνευμόνια είναι ζωτικής σημασίας για την αναπνοή μας.
2