1. Λέξη
    πνευμονία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πνευμονικός - πνευμόνι)
  2. Συνώνυμα
    • πνευμονική νόσος
    • πνευμονοπάθεια
    2
  3. Αντώνυμα
    • υγεία
    • ευεξία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια λοίμωξη που προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες, συχνά οφειλόμενη σε βακτήρια, ιούς ή μύκητες.
    • Μια σοβαρή πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που επηρεάζει κυρίως τους αλβεόλους των πνευμόνων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός του διέγνωσε πνευμονία και του έγραψε αντιβιοτικά.
    • Η πνευμονία μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για ηλικιωμένους και άτομα με αδυναμισμένο ανοσοποιητικό σύστημα.
    2