Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνευμονία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πνευμονικός
-
πνευμόνι
)
Συνώνυμα
πνευμονική νόσος
πνευμονοπάθεια
2
Αντώνυμα
υγεία
ευεξία
2
Ορισμός
Μια λοίμωξη που προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες, συχνά οφειλόμενη σε βακτήρια, ιούς ή μύκητες.
Μια σοβαρή πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που επηρεάζει κυρίως τους αλβεόλους των πνευμόνων.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του διέγνωσε πνευμονία και του έγραψε αντιβιοτικά.
Η πνευμονία μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για ηλικιωμένους και άτομα με αδυναμισμένο ανοσοποιητικό σύστημα.
2