1. Λέξη
    πολεμίστρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολεμώ)
  2. Συνώνυμα
    • μαχητής
    • πολεμιστής
    • αγωνιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειρηνιστής
    • ειρηνοποιός
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που συμμετέχει σε μάχες ή πολέμους.
    • Γυναίκα που αγωνίζεται για κάτι με πάθος και αποφασιστικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πολεμίστρια πολέμησε γενναία στη μάχη.
    • Αυτή η πολεμίστρια αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών.
    2