Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολεμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πολεμάω
-
πολεμική
-
πολεμήσω
-
πολεμικός
-
πολεμήσουν
-
πολεμιστής
-
πολεμήσετε
-
πολ
-
πολεμίστρια
-
πολεμήσουμε
-
πολεμοφόδιο
)
Συνώνυμα
μαχόμαι
συγκρούομαι
αντιμάχομαι
3
Αντώνυμα
συνεργάζομαι
συμφιλιώνομαι
συνδιαλλαγώ
3
Ορισμός
Να εμπλέκομαι σε μάχη ή σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
Να αντιμετωπίζω μια δυσκολία ή πρόβλημα με αποφασιστικότητα.
2
Παραδείγματα
Οι δύο χώρες πολέμησαν για χρόνια πριν φτάσουν σε ειρήνη.
Πολεμάω κάθε μέρα για να πετύχω τους στόχους μου.
2