Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολεμοφόδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολεμώ
)
Συνώνυμα
όπλο
στρατιωτικό εργαλείο
μαχητικό μέσο
3
Αντώνυμα
ειρηνικό εργαλείο
μη πολεμικό αντικείμενο
2
Ορισμός
Ό,τι χρησιμοποιείται ως μέσο για την διεξαγωγή πολέμου ή μάχης.
Οποιοδήποτε αντικείμενο ή μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς σε πολεμικές συγκρούσεις.
2
Παραδείγματα
Το τανκς είναι ένα κλασικό πολεμοφόδιο του 20ού αιώνα.
Οι πυραυλικές επιθέσεις αποτελούν σύγχρονα πολεμοφόδια.
2