1. Λέξη
    πολεμοφόδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολεμώ)
  2. Συνώνυμα
    • όπλο
    • στρατιωτικό εργαλείο
    • μαχητικό μέσο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειρηνικό εργαλείο
    • μη πολεμικό αντικείμενο
    2
  4. Ορισμός
    • Ό,τι χρησιμοποιείται ως μέσο για την διεξαγωγή πολέμου ή μάχης.
    • Οποιοδήποτε αντικείμενο ή μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς σε πολεμικές συγκρούσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τανκς είναι ένα κλασικό πολεμοφόδιο του 20ού αιώνα.
    • Οι πυραυλικές επιθέσεις αποτελούν σύγχρονα πολεμοφόδια.
    2