Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολυλογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πολυλογία
)
Συνώνυμα
φλυαρώ
λαλώ πολύ
μιλώ ασταμάτητα
3
Αντώνυμα
σιωπώ
κρύβομαι
μιλώ λίγο
3
Ορισμός
Μιλώ υπερβολικά ή χωρίς λόγο.
Εκφράζομαι με τρόπο που δείχνει έλλειψη συγκράτησης ή σκέψης.
2
Παραδείγματα
Μην πολυλογείς και κάνε τη δουλειά σου.
Όταν νευριάζει, τείνει να πολυλογεί χωρίς να λέει κάτι συγκεκριμένο.
2