1. Λέξη
    πολυλογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολυλογώ - ευλογία - απολογία)
  2. Συνώνυμα
    • φλυαρία
    • αδολεσχία
    • πολυλογισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • συντομία
    • λακωνισμός
    • σιωπή
    3
  4. Ορισμός
    • Η υπερβολική και συχνά ανούσια ομιλία.
    • Η τάση να μιλάει κανείς πολύ και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πολυλογία του τον έκανε να χάσει την προσοχή των ακροατών.
    • Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πολυλογία μπορεί να αποτελεί ένδειξη άγχους.
    2