Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολυτέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τέλεια
-
ατέλεια
)
Συνώνυμα
πολυτέλεια
πολυτέλεια
πολυτέλεια
3
Αντώνυμα
απλότητα
λιτότητα
φειδωλία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του πολυτελούς, η χρήση πολλών πόρων για την ικανοποίηση των αναγκών ή των επιθυμιών.
Η υπερβολική δαπάνη για πολυτελή αγαθά ή υπηρεσίες.
2
Παραδείγματα
Η πολυτέλεια του ξενοδοχείου ήταν εντυπωσιακή.
Η πολυτέλεια της ζωής του τον οδήγησε σε οικονομικά προβλήματα.
2