1. Λέξη
    πονάω (ρήμα) - (παρόμοια: πονώ)
  2. Συνώνυμα
    • πληγώνω
    • πικραίνω
    • θλίβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευχαριστώ
    • ευχαριστώ
    • ευχαριστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό.
    • Προκαλώ πόνο σε κάποιον, είτε σωματικό είτε ψυχικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πονάει το κεφάλι μου σήμερα.
    • Η απιστία της τον πλήγωσε βαθιά.
    2