Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πονώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προπονώ
-
πονάω
-
πονέω
)
Συνώνυμα
πληγώνω
πενθώ
βασανίζομαι
3
Αντώνυμα
χαίρομαι
ευτυχώ
γελώ
3
Ορισμός
Νιώθω σωματικό ή ψυχικό πόνο.
Βασανίζομαι ψυχολογικά από κάτι.
2
Παραδείγματα
Πονάει το κεφάλι μου σήμερα.
Πονάει η ψυχή μου όταν σκέφτομαι αυτό το γεγονός.
2