1. Λέξη
    ποντάρω (ρήμα) - (παρόμοια: ποντάρισμα - ποζάρω)
  2. Συνώνυμα
    • στοιχηματίζω
    • ριψοκινδυνεύω
    • προσπαθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απέχω
    • διαφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ ένα στοίχημα ή ριψοκινδυνεύω με κάτι.
    • Κάνω μια προσπάθεια ή δοκιμάζω κάτι με ελπίδα επιτυχίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ποντάρω 100 ευρώ στο άλογο που νικάει.
    • Ποντάρω ότι θα περάσω τις εξετάσεις με την προσπάθειά μου.
    2