Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποντάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
ποντάρισμα
-
ποζάρω
)
Συνώνυμα
στοιχηματίζω
ριψοκινδυνεύω
προσπαθώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
διαφεύγω
3
Ορισμός
Τοποθετώ ένα στοίχημα ή ριψοκινδυνεύω με κάτι.
Κάνω μια προσπάθεια ή δοκιμάζω κάτι με ελπίδα επιτυχίας.
2
Παραδείγματα
Ποντάρω 100 ευρώ στο άλογο που νικάει.
Ποντάρω ότι θα περάσω τις εξετάσεις με την προσπάθειά μου.
2