Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποντάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ποντάρω
-
παρκάρισμα
-
πόρισμα
-
χάρισμα
)
Συνώνυμα
σκόνταγμα
πτώση
κατάρρευση
3
Αντώνυμα
στάση
ορθοστασία
εξόρμηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πονταρίζω, δηλαδή του πέφτω ξαφνικά και βιαστικά.
Μια ξαφνική και βίαιη πτώση ή κατάρρευση.
2
Παραδείγματα
Το ποντάρισμα του αλόγου στον αγώνα ήταν εντυπωσιακό.
Μετά από το ποντάρισμα του, ο αθλητής τραυματίστηκε σοβαρά.
2