1. Λέξη
    ποντάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ποντάρω - παρκάρισμα - πόρισμα - χάρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • σκόνταγμα
    • πτώση
    • κατάρρευση
    3
  3. Αντώνυμα
    • στάση
    • ορθοστασία
    • εξόρμηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πονταρίζω, δηλαδή του πέφτω ξαφνικά και βιαστικά.
    • Μια ξαφνική και βίαιη πτώση ή κατάρρευση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ποντάρισμα του αλόγου στον αγώνα ήταν εντυπωσιακό.
    • Μετά από το ποντάρισμα του, ο αθλητής τραυματίστηκε σοβαρά.
    2