Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πούδρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πούρα
-
πού
)
Συνώνυμα
αλεύρι
σκόνη
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μία λεπτή σκόνη που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως καλλυντικά, μαγειρική ή καθαρισμό.
Μία ουσία σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση υγρασίας ή λιπαρών ουσιών.
2
Παραδείγματα
Η πούδρα βοηθάει να μειωθεί η εφίδρωση στο πρόσωπο.
Χρησιμοποίησε πούδρα για να καθαρίσει το λεκέ στο παντελόνι της.
2