Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πούρο
-
πούδρα
-
πού
-
ούρα
-
καμπούρα
)
Συνώνυμα
τσιγάρο
καπνός
σιγάρο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια τυλιγμένη ποσότητα καπνού που καπνίζεται.
Ένα προϊόν καπνού που συνήθως περιέχει καπνό τυλιγμένο σε χαρτί.
2
Παραδείγματα
Άναψε ένα πούρο για να χαλαρώσει.
Ο παππούς μου καπνίζει ένα πούρο κάθε βράδυ.
2