Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πράξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πράξω
-
εισπράξη
)
Συνώνυμα
ενέργεια
δράση
πραγματοποίηση
3
Αντώνυμα
αδράνεια
απραξία
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εκτέλεσης μιας ενέργειας.
Μια συγκεκριμένη ενέργεια ή γεγονός που συμβαίνει.
Στη νομική, η διαδικασία ή η ενέργεια που αφορά μια νομική υπόθεση.
3
Παραδείγματα
Η πράξη της φιλανθρωπίας βοήθησε πολλούς ανθρώπους.
Η πράξη της υπογραφής της συνθήκης έγινε σε μια επίσημη τελετή.
Η πράξη της κλοπής καταγράφηκε από τις κάμερες ασφαλείας.
3