Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πράξω (ρήμα) - (παρόμοια:
πράξη
-
διαπράξω
)
Συνώνυμα
ενεργώ
δράω
εκτελώ
3
Αντώνυμα
αδρανώ
αποφεύγω
απέχω
3
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή δραστηριότητα.
Ολοκληρώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
Διαπράττω, συνήθως σε σχέση με κάτι αρνητικό.
3
Παραδείγματα
Θα πράξω όπως μου είπες.
Οι άνθρωποι πρέπει να πράττουν με συνείδηση.
Δεν ξέρω τι να πράξω σε αυτήν την περίπτωση.
3