1. Λέξη
    πράξω (ρήμα) - (παρόμοια: πράξη - διαπράξω)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργώ
    • δράω
    • εκτελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • αποφεύγω
    • απέχω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια ενέργεια ή δραστηριότητα.
    • Ολοκληρώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Διαπράττω, συνήθως σε σχέση με κάτι αρνητικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα πράξω όπως μου είπες.
    • Οι άνθρωποι πρέπει να πράττουν με συνείδηση.
    • Δεν ξέρω τι να πράξω σε αυτήν την περίπτωση.
    3