1. Συνώνυμα
    • εκτελώ
    • ολοκληρώνω
    • πραγματώνω
    • εκπληρώνω
    4
  2. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • ματαιώνω
    • εγκαταλείπω
    3
  3. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει πραγματικότητα.
    • Να ολοκληρώσω ένα έργο ή μια δραστηριότητα.
    • Να εκπληρώσω έναν στόχο ή μια υπόσχεση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Θα πραγματοποιήσω το όνειρό μου να ταξιδέψω γύρω από τον κόσμο.
    • Η εταιρεία θα πραγματοποιήσει τη συνάντηση την επόμενη εβδομάδα.
    • Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά πραγματοποίησε την επιχειρηματική του ιδέα.
    3