Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πραγματοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πραγματοποιώ
-
πραγματοποιηθώ
-
πραγματοποιηθεί
-
πραγματοποιούνται
-
πραγματοποίηση
-
πραγματικά
-
πραγματάκι
)
Συνώνυμα
εκτελώ
ολοκληρώνω
πραγματώνω
εκπληρώνω
4
Αντώνυμα
ακυρώνω
ματαιώνω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει πραγματικότητα.
Να ολοκληρώσω ένα έργο ή μια δραστηριότητα.
Να εκπληρώσω έναν στόχο ή μια υπόσχεση.
3
Παραδείγματα
Θα πραγματοποιήσω το όνειρό μου να ταξιδέψω γύρω από τον κόσμο.
Η εταιρεία θα πραγματοποιήσει τη συνάντηση την επόμενη εβδομάδα.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά πραγματοποίησε την επιχειρηματική του ιδέα.
3