Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πραγματικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
πραγματικός
-
πραγματικότητα
-
πραγματάκι
-
πρακτικά
-
πραγματοποιώ
-
πραγματοποιήσω
-
πραγματοποιηθώ
-
πραγματοποίηση
-
εξωπραγματικός
)
Συνώνυμα
αληθινά
πραγματικώς
οντωσώς
3
Αντώνυμα
ψευδώς
πλαστά
φανταστικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα ή στην αλήθεια.
Με τρόπο που είναι αληθινό και όχι προσποιητό ή ψεύτικο.
2
Παραδείγματα
Πραγματικά, δεν ήξερα ότι θα έρθεις.
Αυτό το γεγονός πραγματικά με σόκαρε.
2