Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προαίσθημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προαίσθηση
-
αίσθημα
-
συναίσθημα
)
Συνώνυμα
ένστικτο
προμήνυμα
προαίρεση
3
Αντώνυμα
απροσεξία
αδιαφορία
αναισθησία
3
Ορισμός
Η αίσθηση ή η υποψία ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, χωρίς να υπάρχουν σαφή στοιχεία ή αποδείξεις.
Μια διαισθητική αίσθηση ή προαίρεση για κάτι που μπορεί να συμβεί στο μέλλον.
2
Παραδείγματα
Είχε ένα δυνατό προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε.
Το προαίσθημά της για την επιτυχία της επιχείρησης αποδείχθηκε σωστό.
2