Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναίσθημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συναίσθηση
-
αίσθημα
-
προαίσθημα
)
Συνώνυμα
αίσθημα
συναισθηματικότητα
συγκίνηση
3
Αντώνυμα
αναισθησία
απάθεια
ασυγκινησία
3
Ορισμός
Η εσωτερική εμπειρία ή η αντίδραση που προκαλείται από εξωτερικά ερεθίσματα ή από την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου.
Η ικανότητα να νιώθει κανείς και να αντιδρά συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Το συναίσθημα της αγάπης είναι πολύ ισχυρό.
Ένιωσε ένα βαθύ συναίσθημα ευτυχίας όταν είδε την οικογένειά του.
2