Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προαγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραγωγή
-
αγωγή
)
Συνώνυμα
προώθηση
ανέλιξη
προβιβασμός
3
Αντώνυμα
υποβιβασμός
παρακμή
καθίζηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της μετακίνησης κάποιου σε υψηλότερη θέση ή βαθμό.
Η βελτίωση της κοινωνικής, επαγγελματικής ή άλλης κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η προαγωγή του στο τμήμα ήταν αναμενόμενη λόγω της σκληρής δουλειάς του.
Μετά από χρόνια προσπάθειας, έλαβε την προαγωγή που άξιζε.
2