Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβλέψιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
προβλέπω
)
Συνώνυμα
προσδοκώμενος
αναμενόμενος
προορισμένος
3
Αντώνυμα
απρόβλεπτος
απρόσμενος
απροσδόκητος
3
Ορισμός
Που μπορεί να προβλεφθεί ή να προβληθεί με βάση ορισμένα κριτήρια ή δεδομένα.
Που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και έλλειψη εκπλήξεων.
2
Παραδείγματα
Η συμπεριφορά του ήταν εντελώς προβλέψιμη.
Το αποτέλεσμα του αγώνα ήταν προβλέψιμο λόγω της διαφοράς μεταξύ των δύο ομάδων.
2