1. Λέξη
    προειδοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: προειδοποίηση - προειδοποιητικός - ειδοποιώ)
  2. Συνώνυμα
    • προαναγγέλλω
    • προειδοποιώ
    • προειδοποιώ εκ των προτέρων
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Ενημερώνω κάποιον εκ των προτέρων για κάτι που πρόκειται να συμβεί, συνήθως με σκοπό την προστασία ή την αποφυγή κινδύνου.
    • Δίνω μια προειδοποίηση ή μια προειδοποιητική συμβουλή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός προειδοποίησε τους κατοίκους για την επερχόμενη καταιγίδα.
    • Ο δάσκαλος προειδοποίησε τους μαθητές ότι η εξέταση θα είναι δύσκολη.
    2