Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προειδοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προειδοποίηση
-
προειδοποιητικός
-
ειδοποιώ
)
Συνώνυμα
προαναγγέλλω
προειδοποιώ
προειδοποιώ εκ των προτέρων
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Ενημερώνω κάποιον εκ των προτέρων για κάτι που πρόκειται να συμβεί, συνήθως με σκοπό την προστασία ή την αποφυγή κινδύνου.
Δίνω μια προειδοποίηση ή μια προειδοποιητική συμβουλή.
2
Παραδείγματα
Ο καιρός προειδοποίησε τους κατοίκους για την επερχόμενη καταιγίδα.
Ο δάσκαλος προειδοποίησε τους μαθητές ότι η εξέταση θα είναι δύσκολη.
2