Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προειδοποιητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προειδοποιώ
-
ποιητικός
-
προειδοποίηση
-
ικανοποιητικός
-
ενοχοποιητικός
-
προκλητικός
-
προσβλητικός
)
Συνώνυμα
προληπτικός
προγνωστικός
προειδοποιητικός
3
Αντώνυμα
απρόβλεπτος
απροειδοποίητος
2
Ορισμός
που προειδοποιεί ή προμηνύει κάτι
που δίνει ένδειξη για κάτι που πρόκειται να συμβεί
2
Παραδείγματα
Ο καιρός έδειχνε προειδοποιητικά σημάδια για την επερχόμενη καταιγίδα.
Ο γιατρός του έδωσε προειδοποιητικές οδηγίες για την υγεία του.
2