Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προετοιμάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προετοιμάζω
-
ετοιμάζομαι
-
προετοιμασία
)
Συνώνυμα
ετοιμάζομαι
προπαρασκευάζομαι
προετοιμάζω
3
Αντώνυμα
αμελώ
αφήνω στην τύχη του
2
Ορισμός
Κάνω τις απαραίτητες προετοιμασίες για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
Προσπαθώ να είμαι έτοιμος για μια μελλοντική κατάσταση ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις του Πανεπιστημίου.
Πρέπει να προετοιμαστώ για το ταξίδι μου αύριο.
2