1. Λέξη
    προετοιμάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: προετοιμάζω - ετοιμάζομαι - προετοιμασία)
  2. Συνώνυμα
    • ετοιμάζομαι
    • προπαρασκευάζομαι
    • προετοιμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • αφήνω στην τύχη του
    2
  4. Ορισμός
    • Κάνω τις απαραίτητες προετοιμασίες για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
    • Προσπαθώ να είμαι έτοιμος για μια μελλοντική κατάσταση ή γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις του Πανεπιστημίου.
    • Πρέπει να προετοιμαστώ για το ταξίδι μου αύριο.
    2