Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προετοιμάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
προετοιμάζομαι
-
ετοιμάζω
-
προετοιμασία
)
Συνώνυμα
ετοιμάζω
προπαρασκευάζω
προδιαμορφώνω
3
Αντώνυμα
αφήνω απροετοίμαστο
αμελώ
2
Ορισμός
Ετοιμάζω κάτι εκ των προτέρων, προπαρασκευάζω.
Προετοιμάζω κάποιον ή κάτι για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Προετοίμασα την παρουσίαση για την επόμενη συνάντηση.
Ο προπονητής προετοίμασε την ομάδα για τον αγώνα.
2