1. Λέξη
    προκατάληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάληψη)
  2. Συνώνυμα
    • προδιάθεση
    • προκατάκριση
    • προσυπόθεση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντικειμενικότητα
    • αμεροληψία
    • αδέκαστη κρίση
    3
  4. Ορισμός
    • Η προκατάληψη είναι μια προκαθορισμένη άποψη ή στάση που βασίζεται σε ελλιπή ή λανθασμένη πληροφόρηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη όλα τα διαθέσιμα δεδομένα.
    • Μια προκατειλημμένη στάση που μπορεί να οδηγήσει σε άδικη μεταχείριση ή κρίση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προκατάληψη εναντίον ορισμένων κοινωνικών ομάδων μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις.
    • Ο δικαστής έδειξε καθαρή απουσία προκαταλήψεων κατά τη διάρκεια της δίκης.
    2