1. Λέξη
    κατάληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προκατάληψη - κατάληξη - κατάλυμα - κατάλοιπο - κατάθλιψη - κατάλογος - κατάλληλα)
  2. Συνώνυμα
    • απαίτηση
    • κατοχή
    • προσάρτηση
    • κατακράτηση
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποχώρηση
    • απελευθέρωση
    • παράδοση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταλαμβάνει κάποιος ή κάτι.
    • Η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων από αρχές.
    • Η νοητική διαδικασία κατανόησης ή αφομοίωσης πληροφοριών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κατάληψη του κτιρίου από τους φοιτητές έγινε χθες το βράδυ.
    • Η αστυνομία διέταξε την κατάληψη των παράνομων εμπορευμάτων.
    • Η κατάληψη των νέων εννοιών από τους μαθητές ήταν εντυπωσιακή.
    3