Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προκατάληψη
-
κατάληξη
-
κατάλυμα
-
κατάλοιπο
-
κατάθλιψη
-
κατάλογος
-
κατάλληλα
)
Συνώνυμα
απαίτηση
κατοχή
προσάρτηση
κατακράτηση
4
Αντώνυμα
αποχώρηση
απελευθέρωση
παράδοση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταλαμβάνει κάποιος ή κάτι.
Η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων από αρχές.
Η νοητική διαδικασία κατανόησης ή αφομοίωσης πληροφοριών.
3
Παραδείγματα
Η κατάληψη του κτιρίου από τους φοιτητές έγινε χθες το βράδυ.
Η αστυνομία διέταξε την κατάληψη των παράνομων εμπορευμάτων.
Η κατάληψη των νέων εννοιών από τους μαθητές ήταν εντυπωσιακή.
3