1. Λέξη
    προοπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια: οπτική - πρακτική)
  2. Συνώνυμα
    • προοπτική
    • προοπτική
    • προοπτική
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναδρομική
    • οπισθοδρομική
    2
  4. Ορισμός
    • Η δυνατότητα να βλέπει κανείς μακριά στο χώρο ή στο χρόνο.
    • Η προοπτική είναι η ικανότητα να βλέπει κανείς τα πράγματα σε μια ευρύτερη σχέση ή πλαίσιο.
    • Στην τέχνη, η προοπτική αναφέρεται στην τεχνική της απεικόνισης τρισδιάστατων αντικειμένων σε μια δισδιάστατη επιφάνεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η προοπτική της ζωής του άλλαξε μετά το ταξίδι του.
    • Στην ζωγραφική, η χρήση της προοπτικής δίνει βάθος στο έργο.
    • Η προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης φαίνεται αισιόδοξη.
    3