Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προοπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οπτική
-
πρακτική
)
Συνώνυμα
προοπτική
προοπτική
προοπτική
3
Αντώνυμα
αναδρομική
οπισθοδρομική
2
Ορισμός
Η δυνατότητα να βλέπει κανείς μακριά στο χώρο ή στο χρόνο.
Η προοπτική είναι η ικανότητα να βλέπει κανείς τα πράγματα σε μια ευρύτερη σχέση ή πλαίσιο.
Στην τέχνη, η προοπτική αναφέρεται στην τεχνική της απεικόνισης τρισδιάστατων αντικειμένων σε μια δισδιάστατη επιφάνεια.
3
Παραδείγματα
Η προοπτική της ζωής του άλλαξε μετά το ταξίδι του.
Στην ζωγραφική, η χρήση της προοπτικής δίνει βάθος στο έργο.
Η προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης φαίνεται αισιόδοξη.
3