Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οπτικός
-
προοπτική
-
ραπτική
)
Συνώνυμα
θέα
όραση
προοπτική
3
Αντώνυμα
αόρατο
αφάνεια
2
Ορισμός
Η ικανότητα να βλέπεις ή η διαδικασία της όρασης.
Η εικόνα που βλέπει κάποιος μέσα από ένα οπτικό όργανο.
Η θεωρητική ή πρακτική μελέτη της φύσης του φωτός και των οπτικών οργάνων.
3
Παραδείγματα
Η οπτική του ήταν εξαιρετική, μπορούσε να δει ακόμα και τα πιο μικρά αντικείμενα.
Μέσα από το τηλεσκόπιο, η οπτική του φεγγαριού ήταν εντυπωσιακή.
Σπούδαζε οπτική και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα φακός και τις φωτογραφικές μηχανές.
3