1. Λέξη
    οπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια: οπτικός - προοπτική - ραπτική)
  2. Συνώνυμα
    • θέα
    • όραση
    • προοπτική
    3
  3. Αντώνυμα
    • αόρατο
    • αφάνεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να βλέπεις ή η διαδικασία της όρασης.
    • Η εικόνα που βλέπει κάποιος μέσα από ένα οπτικό όργανο.
    • Η θεωρητική ή πρακτική μελέτη της φύσης του φωτός και των οπτικών οργάνων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η οπτική του ήταν εξαιρετική, μπορούσε να δει ακόμα και τα πιο μικρά αντικείμενα.
    • Μέσα από το τηλεσκόπιο, η οπτική του φεγγαριού ήταν εντυπωσιακή.
    • Σπούδαζε οπτική και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα φακός και τις φωτογραφικές μηχανές.
    3