Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προπονήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προπονώ
-
προδότρια
-
προπονητής
)
Συνώνυμα
γυμνάστρια
εκπαιδεύτρια
προπονητής (male form)
3
Αντώνυμα
μαθήτρια
αθλήτρια
2
Ορισμός
Η γυναίκα που αναλαμβάνει την εκπαίδευση και την προετοιμασία αθλητών ή ομάδων σε διάφορα αθλήματα.
Εκπαιδεύτρια που καθοδηγεί και βελτιώνει τις δεξιότητες των αθλητών.
2
Παραδείγματα
Η προπονήτρια της ομάδας υδατοσφαίρισης ετοιμάζει τις αθλήτριες για τον επερχόμενο αγώνα.
Μετά από πολλά χρόνια ως αθλήτρια, αποφάσισε να γίνει προπονήτρια.
2