1. Λέξη
    προπονήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προπονώ - προδότρια - προπονητής)
  2. Συνώνυμα
    • γυμνάστρια
    • εκπαιδεύτρια
    • προπονητής (male form)
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαθήτρια
    • αθλήτρια
    2
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που αναλαμβάνει την εκπαίδευση και την προετοιμασία αθλητών ή ομάδων σε διάφορα αθλήματα.
    • Εκπαιδεύτρια που καθοδηγεί και βελτιώνει τις δεξιότητες των αθλητών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προπονήτρια της ομάδας υδατοσφαίρισης ετοιμάζει τις αθλήτριες για τον επερχόμενο αγώνα.
    • Μετά από πολλά χρόνια ως αθλήτρια, αποφάσισε να γίνει προπονήτρια.
    2