1. Λέξη
    προπονώ (ρήμα) - (παρόμοια: προπονητής - πονώ - προπονούμαι - προπονήτρια)
  2. Συνώνυμα
    • προετοιμάζω
    • εξασκώ
    • ετοιμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παραμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Ετοιμάζω κάποιον ή κάτι για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή κατάσταση.
    • Κάνω προπόνηση ή προετοιμασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προπόνησε τον αθλητή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
    • Πρέπει να προπονήσεις τη φωνή σου πριν από το συναυλία.
    2