Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσαρμογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προσαρμόζω
-
προσαρμόζομαι
)
Συνώνυμα
προσαρμοσμός
προσαρμοστική διαδικασία
προσαρμοστικότητα
3
Αντώνυμα
απροσαρμοσία
ακαμψία
αμεταβλητότητα
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της ρύθμισης ή της αλλαγής για να ταιριάζει σε νέες συνθήκες.
Η ικανότητα ενός οργανισμού ή συστήματος να ανταποκρίνεται στις αλλαγές του περιβάλλοντός του.
2
Παραδείγματα
Η προσαρμογή του σε νέες συνθήκες εργασίας ήταν γρήγορη.
Η προσαρμογή των φυτών στο κλίμα της περιοχής είναι εντυπωσιακή.
2