1. Συνώνυμα
    • προσαρμόζω
    • προσαρμόζομαι
    • προσαρμόζομαι σε
    • προσαρμόζομαι στις συνθήκες
    4
  2. Αντώνυμα
    • αντιστέκομαι
    • δεν προσαρμόζομαι
    • παραμένω αμετάβλητος
    3
  3. Ορισμός
    • Είμαι σε θέση να αλλάξω ή να ρυθμίσω τον εαυτό μου ώστε να ταιριάζω ή να λειτουργώ σε νέες συνθήκες.
    • Αλλάζω ή ρυθμίζω κάτι για να το κάνω πιο κατάλληλο ή αποτελεσματικό σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες εργασίας.
    • Το λογισμικό μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες του χρήστη.
    2