1. Λέξη
    προσβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προβολή - προσβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • επίθεση
    • επιδρομή
    • εισβολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • άμυνα
    • προστασία
    • υπεράσπιση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να επιτεθεί κάποιος σε κάποιον ή κάτι.
    • Μια βίαιη ή αιφνίδια ενέργεια εναντίον κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προσβολή του εχθρού ήταν αιφνίδια και αποτελεσματική.
    • Μετά την προσβολή, η πόλη έμεινε σε κατάσταση πανικού.
    2