Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προβολή
-
προσβάλλω
)
Συνώνυμα
επίθεση
επιδρομή
εισβολή
3
Αντώνυμα
άμυνα
προστασία
υπεράσπιση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να επιτεθεί κάποιος σε κάποιον ή κάτι.
Μια βίαιη ή αιφνίδια ενέργεια εναντίον κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η προσβολή του εχθρού ήταν αιφνίδια και αποτελεσματική.
Μετά την προσβολή, η πόλη έμεινε σε κατάσταση πανικού.
2