1. Λέξη
    προσβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: προβάλλω - προσβάλλομαι - εισβάλλω - προσβολή)
  2. Συνώνυμα
    • επιτίθεμαι
    • εφορμώ
    • πλησιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερασπίζομαι
    • αμύνομαι
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι με σκοπό να προκαλέσω ζημιά ή να καταλάβω κάποιον χώρο.
    • Πλησιάζω με επιθετική διάθεση.
    • Επηρεάζω αρνητικά κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός προσέβαλε τα σύνορα του εχθρού.
    • Η αρρώστια προσέβαλε το ανοσοποιητικό του συστήμα.
    • Οι κριτικοί προσέβαλαν την ταινία για τη χαμηλή της ποιότητα.
    3