Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
προβάλλω
-
προσβάλλομαι
-
εισβάλλω
-
προσβολή
)
Συνώνυμα
επιτίθεμαι
εφορμώ
πλησιάζω
3
Αντώνυμα
υπερασπίζομαι
αμύνομαι
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι με σκοπό να προκαλέσω ζημιά ή να καταλάβω κάποιον χώρο.
Πλησιάζω με επιθετική διάθεση.
Επηρεάζω αρνητικά κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο στρατός προσέβαλε τα σύνορα του εχθρού.
Η αρρώστια προσέβαλε το ανοσοποιητικό του συστήμα.
Οι κριτικοί προσέβαλαν την ταινία για τη χαμηλή της ποιότητα.
3