1. Λέξη
    προσεγγίζω (ρήμα) - (παρόμοια: προσδιορίζω)
  2. Συνώνυμα
    • πλησιάζω
    • προσβάλλω
    • προσέρχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • αποφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Να πλησιάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή ή επιφύλαξη.
    • Να απευθύνομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσέγγισε τον πελάτη με ευγένεια για να του εξηγήσει τα νέα προϊόντα.
    • Προσπάθησε να προσεγγίσει το ζήτημα με διαφορετική οπτική.
    2