Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσεγγίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσδιορίζω
)
Συνώνυμα
πλησιάζω
προσβάλλω
προσέρχομαι
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
αποφεύγω
2
Ορισμός
Να πλησιάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή ή επιφύλαξη.
Να απευθύνομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Προσέγγισε τον πελάτη με ευγένεια για να του εξηγήσει τα νέα προϊόντα.
Προσπάθησε να προσεγγίσει το ζήτημα με διαφορετική οπτική.
2