1. Λέξη
    προσδιορίζω (ρήμα) - (παρόμοια: προσδιορίσω - διορίζω - περιορίζω - προσεγγίζω)
  2. Συνώνυμα
    • καθορίζω
    • ορίζω
    • προσδιορίζω με ακρίβεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω απροσδιόριστο
    • αφήνω αόριστο
    2
  4. Ορισμός
    • Καθορίζω ή ορίζω με ακρίβεια και λεπτομέρεια.
    • Προσδιορίζω τα όρια ή τις ιδιότητες κάποιου πράγματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επιστήμονας προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του νέου χημικού στοιχείου.
    • Η έρευνα προσδιορίζει τους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη.
    2